κατάρατον

κατάρατον
κατάρᾱτον , κατάρατος
accursed
masc/fem acc sg
κατάρᾱτον , κατάρατος
accursed
neut nom/voc/acc sg
κατά̱ρατον , καταίρω
take down
aor imperat act 2nd dual
κατά̱ρατον , καταίρω
take down
aor ind act 2nd dual (doric aeolic)
κατά̱ρατον , καταίρω
take down
aor ind act 2nd dual (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενδέω — (I) (AM ἐνδέω) δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.) 2. δεσμεύω με μάγια. (II) ἐνδέω (Α) 1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ ἀληθινῶν πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”